- στρεμματικός
- [сгрэмматикос] επ относящийся к стремме.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
στρεμματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στρέμμα 2. φρ. «στρεμματικός φόρος» φόρος εισπραττόμενος κατά στρέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρέμμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
στρεμματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο στρέμμα: Η στρεμματική απόδοση είναι πολύ χαμηλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)